ἐντραπεζίτης

ἐντραπεζίτης
ἐντρᾰπεζίτης [pron. full] [ῑ], ου, ὁ: fem. [suff] ἐντρᾱν-ῖτις, ιδος,
A parasite, Suid., Zonar.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εντραπεζίτης — ἐντραπεζίτης, ο, ἐντραπεζῑτις, η (Μ) παράσιτος* 1. άνθρωπος που με ταπεινά μέσα εξασφαλίζει τη συντήρησή του από άλλον 2. ομοτράπεζος, που τρώει στο ίδιο τραπέζι με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”